ξηροτριβώ

ξηροτριβώ
ξηροτριβῶ, -έω (Α)
τρίβω επιφάνεια χωρίς να χρησιμοποιώ λάδι ή άλλο ελαιώδες υγρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -τριβῶ (< -τρίδης < τρίβω), πρβλ. λειο-τριβώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξηροτριβία — ξηροτριβία, ἡ (Α) [ξηροτριβώ] εντριβή που γίνεται χωρίς τη χρήση λαδιού ή άλλου ελαιώδους υγρού, ξηρό τρίψιμο («αἱ ξηροτριβίαι στερεὰν τὴν σάρκα παρασκευάζουσιν», Γαλ.) …   Dictionary of Greek

  • προξηροτριβώ — έω, Α (σχετικά με δέρμα) τρίβω προηγουμένως με στεγνό ύφασμα ή σφουγγάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ξηροτριβῶ «τρίβω επιφάνεια χωρίς να χρησιμοποιώ λάδι ή άλλο ελαιώδες υγρό»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”